- πλουσιόρους
- πλουσιόρους, ουν,A of a wealthy stream,
ὕδωρ CRAcad.Inscr.1931.241
(Susa, i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕδωρ CRAcad.Inscr.1931.241
(Susa, i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλουσιόρους — ουν, Α αυτός που έχει άφθονο νερό κατά τη ροή του, που κυλάει άφθονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + ρους (< ῥόος / ῥοῦς< ῥέω), πρβλ. καλλί ρους] … Dictionary of Greek